ορκωτής

ορκωτής
ὁρκωτής, ὁ (Α) [ορκώ]
αυτός που επιβάλλει σε κάποιον να δώσει όρκο ενώπιον δικαστηρίου («ἐξέπεμψαν τοὺς ὁρκωτὰς καὶ ἐκέλευσαν τὰ μέγιστα τέλη ἐν ἐκάστῃ πόλει ὁρκῶσαι», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁρκωτής — the officer who administers the oath masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωταί — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom/voc pl ὁρκωτός bound by oath fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωτοῦ — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc gen sg ὁρκωτός bound by oath masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωτάς — ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc acc pl ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom sg (epic doric aeolic) ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτός bound by oath fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκιστής — ὁρκιστής, ὁ (Α) [ορκίζω] ορκωτής* …   Dictionary of Greek

  • ορκωμότης — ὁρκωμότης, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί 2. αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, ορκωτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα της (πρβλ. συν ωμότης). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”